γλειφοβολώ
Смотреть что такое "γλειφοβολώ" в других словарях:
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek